έτριξα
Смотреть что такое "έτριξα" в других словарях:
τρίζω — έτριξα, παράγω τριγμό (βλ. λ.), βγάζω λεπτό ήχο, ξερό και με κραδασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
τρίζω — τρίζω, έτριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής